Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καρκαίρω
καρπάλιμος
καρπαλίμως
καρπός
καρπός
καρρέζουσα
καρτερόθυμος
καρτερός
κράτιστος
κάρτος
¨καρτύνω
καρφαλέος
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
κασιγνήτη
κασίγνητος
κασσίτερος
καστορνῦσα
κάσχεθε
κατά
View word page
¨καρτύνω

[κάρτος.]

3 pl. aor. mid. ἐκαρτύναντο.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
¨καρτύνω
Headword (normalized):
̈καρτύνω
Headword (normalized/stripped):
̈καρτυνω
IDX:
5227
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5228
Key:

Data

{'content': '<p>[κάρτος.]</p> <p>3 pl. aor. mid. ἐκαρτύναντο.</p>'}