Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κάρηνον
κάρητος
καρκαίρω
καρπάλιμος
καρπαλίμως
καρπός
καρπός
καρρέζουσα
καρτερόθυμος
καρτερός
κράτιστος
κάρτος
¨καρτύνω
καρφαλέος
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
κασιγνήτη
κασίγνητος
κασσίτερος
καστορνῦσα
View word page
κράτιστος
-η, -ον
[superl. (with metathesis) of κρατύς.]
ShortDef
strongest, mightiest
Debugging
Headword:
κράτιστος
Headword (normalized):
κράτιστος
Headword (normalized/stripped):
κρατιστος
IDX:
5225
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5226
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[superl. (with metathesis) of κρατύς.]</p>'}