Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κράς
κάρηνον
κάρητος
καρκαίρω
καρπάλιμος
καρπαλίμως
καρπός
καρπός
καρρέζουσα
καρτερόθυμος
καρτερός
κράτιστος
κάρτος
¨καρτύνω
καρφαλέος
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
κασιγνήτη
κασίγνητος
κασσίτερος
View word page
καρτερός

-ή, -όν

[κάρτος. Cf. κρατερός.]

ShortDef

strong, staunch, stout, sturdy

Debugging

Headword:
καρτερός
Headword (normalized):
καρτερός
Headword (normalized/stripped):
καρτερος
IDX:
5224
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5225
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[κάρτος. Cf. κρατερός.]</p>'}