Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάρ
καρδίη
κράς
κάρηνον
κάρητος
καρκαίρω
καρπάλιμος
καρπαλίμως
καρπός
καρπός
καρρέζουσα
καρτερόθυμος
καρτερός
κράτιστος
κάρτος
¨καρτύνω
καρφαλέος
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
κασιγνήτη
View word page
καρρέζουσα

contr. fem. pres. pple. καταππέζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρρέζουσα
Headword (normalized):
καρρέζουσα
Headword (normalized/stripped):
καρρεζουσα
IDX:
5222
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5223
Key:

Data

{'content': '<p>contr. fem. pres. pple. καταππέζω.</p>'}