Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάρ
κάρ.
κάρ
καρδίη
κράς
κάρηνον
κάρητος
καρκαίρω
καρπάλιμος
καρπαλίμως
καρπός
καρπός
καρρέζουσα
καρτερόθυμος
καρτερός
κράτιστος
κάρτος
¨καρτύνω
καρφαλέος
κάρφω
καρχαλέος
View word page
καρπός

-οῦ, ὁ.

ShortDef

fruit
the wrist

Debugging

Headword:
καρπός
Headword (normalized):
καρπός
Headword (normalized/stripped):
καρπος
IDX:
5220
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5221
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}