Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάρ
κάρ
κάρ.
κάρ
καρδίη
κράς
κάρηνον
κάρητος
καρκαίρω
καρπάλιμος
καρπαλίμως
καρπός
καρπός
καρρέζουσα
καρτερόθυμος
καρτερός
κράτιστος
κάρτος
¨καρτύνω
καρφαλέος
κάρφω
View word page
καρπαλίμως

[adv. fr. καρπάλιμος.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρπαλίμως
Headword (normalized):
καρπαλίμως
Headword (normalized/stripped):
καρπαλιμως
IDX:
5219
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5220
Key:

Data

{'content': '<p>[adv. fr. καρπάλιμος.]</p>'}