Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάππεσον
κάπριος
κάπρος
κεκαφηώς
κάρ
κάρ
κάρ.
κάρ
καρδίη
κράς
κάρηνον
κάρητος
καρκαίρω
καρπάλιμος
καρπαλίμως
καρπός
καρπός
καρρέζουσα
καρτερόθυμος
καρτερός
κράτιστος
View word page
κάρηνον

-ου, τό

[κάρη.]

Only in pl.

ShortDef

the head

Debugging

Headword:
κάρηνον
Headword (normalized):
κάρηνον
Headword (normalized/stripped):
καρηνον
IDX:
5215
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5216
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, τό</p> <p>[κάρη.]</p> <p>Only in pl.</p>'}