Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κάπετος
κάπη
καπνίζω
καπνός
κάππεσον
κάπριος
κάπρος
κεκαφηώς
κάρ
κάρ
κάρ.
κάρ
καρδίη
κράς
κάρηνον
κάρητος
καρκαίρω
καρπάλιμος
καρπαλίμως
καρπός
καρπός
View word page
κάρ.
See ἐπικάρ.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάρ.
Headword (normalized):
κάρ.
Headword (normalized/stripped):
καρ.
IDX:
5211
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5212
Key:
Data
{'content': '<p>See ἐπικάρ.</p>'}