Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κάπ
κάπετος
κάπη
καπνίζω
καπνός
κάππεσον
κάπριος
κάπρος
κεκαφηώς
κάρ
κάρ
κάρ.
κάρ
καρδίη
κράς
κάρηνον
κάρητος
καρκαίρω
καρπάλιμος
καρπαλίμως
καρπός
View word page
κάρ
ShortDef
a Carian
a lock of hair (?); worthless
Debugging
Headword:
κάρ
Headword (normalized):
κάρ
Headword (normalized/stripped):
καρ
IDX:
5210
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5211
Key:
Data
{'content': '<p></p>'}