Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κάνεον
καννεύσας
κανών
κάπ
κάπετος
κάπη
καπνίζω
καπνός
κάππεσον
κάπριος
κάπρος
κεκαφηώς
κάρ
κάρ
κάρ.
κάρ
καρδίη
κράς
κάρηνον
κάρητος
καρκαίρω
View word page
κάπρος
-ου, ὁ
[=κάπρος..]
ShortDef
the boar, wild boar
Debugging
Headword:
κάπρος
Headword (normalized):
κάπρος
Headword (normalized/stripped):
καπρος
IDX:
5207
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5208
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[=κάπρος..]</p>'}