Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καναχέω
καναχή
καναχίζω
κάνεον
καννεύσας
κανών
κάπ
κάπετος
κάπη
καπνίζω
καπνός
κάππεσον
κάπριος
κάπρος
κεκαφηώς
κάρ
κάρ
κάρ.
κάρ
καρδίη
κράς
View word page
καπνός
-οῦ, ὁ.
ShortDef
smoke
Debugging
Headword:
καπνός
Headword (normalized):
καπνός
Headword (normalized/stripped):
καπνος
IDX:
5204
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5205
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}