Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κάμνω
κάμπτω
καμπύλος
καναχέω
καναχή
καναχίζω
κάνεον
καννεύσας
κανών
κάπ
κάπετος
κάπη
καπνίζω
καπνός
κάππεσον
κάπριος
κάπρος
κεκαφηώς
κάρ
κάρ
κάρ.
View word page
κάπετος
-ου, ἡ
[app. (σ)κάπετος, fr. σκάπτω, to dig.]
ShortDef
a ditch, trench
Debugging
Headword:
κάπετος
Headword (normalized):
κάπετος
Headword (normalized/stripped):
καπετος
IDX:
5201
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5202
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ἡ</p> <p>[app. (σ)κάπετος, fr. σκάπτω, to dig.]</p>'}