Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
κάμπτω
καμπύλος
καναχέω
καναχή
καναχίζω
κάνεον
καννεύσας
κανών
κάπ
κάπετος
κάπη
καπνίζω
καπνός
κάππεσον
κάπριος
κάπρος
κεκαφηώς
κάρ
View word page
κανών

-όνος, ὁ.

Dat. pl. κανόνεσσι Il. 13.407.

ShortDef

any straight rod

Debugging

Headword:
κανών
Headword (normalized):
κανών
Headword (normalized/stripped):
κανων
IDX:
5199
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5200
Key:

Data

{'content': '<p>-όνος, ὁ.</p> <p>Dat. pl. κανόνεσσι Il. 13.407.</p>'}