Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κάματος
κάμε
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
κάμπτω
καμπύλος
καναχέω
καναχή
καναχίζω
κάνεον
καννεύσας
κανών
κάπ
κάπετος
κάπη
καπνίζω
καπνός
κάππεσον
κάπριος
View word page
καναχίζω
[καναχή.]
ShortDef
to ring
Debugging
Headword:
καναχίζω
Headword (normalized):
καναχίζω
Headword (normalized/stripped):
καναχιζω
IDX:
5196
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5197
Key:
Data
{'content': '<p>[καναχή.]</p>'}