Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάλυξ
καλύπτρα
καλύπτω
καλῶς
κάμ
κάμαξ
κάματος
κάμε
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
κάμπτω
καμπύλος
καναχέω
καναχή
καναχίζω
κάνεον
καννεύσας
κανών
κάπ
View word page
κάμμορος

[καμ-, κατα- 2 + μόρος].

Fate-ridden, ill-fated, wretched : κεῖνον τὸν κάμμορον Od. 2.351.

In voc. Od. 5.160, 339, Od. 11.216, Od. 20.33.

ShortDef

subject to destiny

Debugging

Headword:
κάμμορος
Headword (normalized):
κάμμορος
Headword (normalized/stripped):
καμμορος
IDX:
5190
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5191
Key:

Data

{'content': '<p>[καμ-, κατα- 2 + μόρος].</p> <p>Fate-ridden, ill-fated, wretched : κεῖνον τὸν κάμμορον Od. 2.351.</p> <p>In voc. Od. 5.160, 339, Od. 11.216, Od. 20.33.</p>'}