Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτρα
καλύπτω
καλῶς
κάμ
κάμαξ
κάματος
κάμε
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
κάμπτω
καμπύλος
καναχέω
καναχή
καναχίζω
κάνεον
καννεύσας
κανών
View word page
καμμονίη

-ης, ἡ

[καμ-, κατα- 5 + μονή,

sb. fr. μένω.]

ShortDef

the reward of endurance

Debugging

Headword:
καμμονίη
Headword (normalized):
καμμονίη
Headword (normalized/stripped):
καμμονιη
IDX:
5189
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5190
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[καμ-, κατα- 5 + μονή,</p> <p>sb. fr. μένω.]</p>'}