Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάλπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτρα
καλύπτω
καλῶς
κάμ
κάμαξ
κάματος
κάμε
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
κάμπτω
καμπύλος
καναχέω
καναχή
καναχίζω
κάνεον
καννεύσας
View word page
καμινώ

[κάμινος, furnace.]

A furnace-woman: γρηῒ καμινοῖ ἶσος Od. 18.27.

ShortDef

a furnace-woman

Debugging

Headword:
καμινώ
Headword (normalized):
καμινώ
Headword (normalized/stripped):
καμινω
IDX:
5188
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5189
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[κάμινος, furnace.]</p> <p>A furnace-woman: γρηῒ καμινοῖ ἶσος Od. 18.27.</p>'}