Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάλως
κάλπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτρα
καλύπτω
καλῶς
κάμ
κάμαξ
κάματος
κάμε
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
κάμπτω
καμπύλος
καναχέω
καναχή
καναχίζω
κάνεον
View word page
κάμε

3 sing. aor. κάμνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάμε
Headword (normalized):
κάμε
Headword (normalized/stripped):
καμε
IDX:
5187
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5188
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. κάμνω.</p>'}