Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καλός
κάλως
κάλπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτρα
καλύπτω
καλῶς
κάμ
κάμαξ
κάματος
κάμε
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
κάμπτω
καμπύλος
καναχέω
καναχή
καναχίζω
View word page
κάματος
-ου, ὁ
[καμ-, κάμνω.]
ShortDef
toil, trouble, labour
Debugging
Headword:
κάματος
Headword (normalized):
κάματος
Headword (normalized/stripped):
καματος
IDX:
5186
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5187
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[καμ-, κάμνω.]</p>'}