Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καλλίων
κάλλος
καλός
κάλως
κάλπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτρα
καλύπτω
καλῶς
κάμ
κάμαξ
κάματος
κάμε
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
κάμπτω
καμπύλος
καναχέω
View word page
κάμ
See κατά.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάμ
Headword (normalized):
κάμ
Headword (normalized/stripped):
καμ
IDX:
5184
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5185
Key:
Data
{'content': '<p>See κατά.</p>'}