Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καλλίχορος
καλλίων
κάλλος
καλός
κάλως
κάλπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτρα
καλύπτω
καλῶς
κάμ
κάμαξ
κάματος
κάμε
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
κάμπτω
καμπύλος
View word page
καλῶς

[adv. fr. καλός.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλῶς
Headword (normalized):
καλῶς
Headword (normalized/stripped):
καλως
IDX:
5183
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5184
Key:

Data

{'content': '<p>[adv. fr. καλός.]</p>'}