Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτριχος
καλλίχορος
καλλίων
κάλλος
καλός
κάλως
κάλπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτρα
καλύπτω
καλῶς
κάμ
κάμαξ
κάματος
κάμε
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
View word page
κάλυξ

-υκος, ἡ.

ShortDef

a covering

Debugging

Headword:
κάλυξ
Headword (normalized):
κάλυξ
Headword (normalized/stripped):
καλυξ
IDX:
5180
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5181
Key:

Data

{'content': '<p>-υκος, ἡ.</p>'}