Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καλλίρους
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτριχος
καλλίχορος
καλλίων
κάλλος
καλός
κάλως
κάλπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτρα
καλύπτω
καλῶς
κάμ
κάμαξ
κάματος
κάμε
καμινώ
καμμονίη
View word page
κάλυμμα

τό

[καλυμ-, καλύπτω.]

= καλύπτρη Il. 24.93.

ShortDef

a head-covering

Debugging

Headword:
κάλυμμα
Headword (normalized):
κάλυμμα
Headword (normalized/stripped):
καλυμμα
IDX:
5179
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5180
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[καλυμ-, καλύπτω.]</p> <p>= καλύπτρη Il. 24.93.</p>'}