Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καλλιρέεθρος
καλλίρους
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτριχος
καλλίχορος
καλλίων
κάλλος
καλός
κάλως
κάλπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτρα
καλύπτω
καλῶς
κάμ
κάμαξ
κάματος
κάμε
καμινώ
View word page
κάλπις

ἡ.

ShortDef

a vessel for drawing water, a pitcher

Debugging

Headword:
κάλπις
Headword (normalized):
κάλπις
Headword (normalized/stripped):
καλπις
IDX:
5178
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5179
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ.</p>'}