Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κάλλιπον
καλλιρέεθρος
καλλίρους
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτριχος
καλλίχορος
καλλίων
κάλλος
καλός
κάλως
κάλπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτρα
καλύπτω
καλῶς
κάμ
κάμαξ
κάματος
κάμε
View word page
κάλως
ὁ.
ShortDef
a reefing rope, reef
Debugging
Headword:
κάλως
Headword (normalized):
κάλως
Headword (normalized/stripped):
καλως
IDX:
5177
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5178
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ.</p>'}