Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κάλλιον
καλλιπάρηος
καλλιπλόκαμος
κάλλιπον
καλλιρέεθρος
καλλίρους
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτριχος
καλλίχορος
καλλίων
κάλλος
καλός
κάλως
κάλπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτρα
καλύπτω
καλῶς
κάμ
View word page
καλλίων
comp. καλός.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καλλίων
Headword (normalized):
καλλίων
Headword (normalized/stripped):
καλλιων
IDX:
5174
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5175
Key:
Data
{'content': '<p>comp. καλός.</p>'}