Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καλλίκομος
καλλικρήδεμνος
κάλλιμος
κάλλιον
καλλιπάρηος
καλλιπλόκαμος
κάλλιπον
καλλιρέεθρος
καλλίρους
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτριχος
καλλίχορος
καλλίων
κάλλος
καλός
κάλως
κάλπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτρα
View word page
καλλίσφυρος
-ον
[καλλι-, καλός + σφυρόν.]
ShortDef
beautiful-ankled
Debugging
Headword:
καλλίσφυρος
Headword (normalized):
καλλίσφυρος
Headword (normalized/stripped):
καλλισφυρος
IDX:
5171
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5172
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[καλλι-, καλός + σφυρόν.]</p>'}