Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καλλιγύναιξ
καλλίξωνος
καλλίθριξ
καλλίκομος
καλλικρήδεμνος
κάλλιμος
κάλλιον
καλλιπάρηος
καλλιπλόκαμος
κάλλιπον
καλλιρέεθρος
καλλίρους
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτριχος
καλλίχορος
καλλίων
κάλλος
καλός
κάλως
κάλπις
View word page
καλλιρέεθρος

-ον

[καλλι-, καλός + ῥέεθρον.]

ShortDef

beautiful-flowing

Debugging

Headword:
καλλιρέεθρος
Headword (normalized):
καλλιρέεθρος
Headword (normalized/stripped):
καλλιρεεθρος
IDX:
5168
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5169
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[καλλι-, καλός + ῥέεθρον.]</p>'}