Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καλλείπειν
καλλιγύναιξ
καλλίξωνος
καλλίθριξ
καλλίκομος
καλλικρήδεμνος
κάλλιμος
κάλλιον
καλλιπάρηος
καλλιπλόκαμος
κάλλιπον
καλλιρέεθρος
καλλίρους
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτριχος
καλλίχορος
καλλίων
κάλλος
καλός
κάλως
View word page
κάλλιπον

contr. aor. καταλείπω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάλλιπον
Headword (normalized):
κάλλιπον
Headword (normalized/stripped):
καλλιπον
IDX:
5167
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5168
Key:

Data

{'content': '<p>contr. aor. καταλείπω.</p>'}