Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καλέω
καλήτωρ
καλλείπειν
καλλιγύναιξ
καλλίξωνος
καλλίθριξ
καλλίκομος
καλλικρήδεμνος
κάλλιμος
κάλλιον
καλλιπάρηος
καλλιπλόκαμος
κάλλιπον
καλλιρέεθρος
καλλίρους
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτριχος
καλλίχορος
καλλίων
κάλλος
View word page
καλλιπάρηος

-ον

[καλλι-, καλός + παρήϊον.]

Fair-cheeked.

Epithet of goddesses and women Il. 1.143, 184, Il. 7.298, Il. 9.665, Il. 15.87, Il. 24.607, etc.: Od. 15.123, Od. 18.321.

ShortDef

beautiful-cheeked

Debugging

Headword:
καλλιπάρηος
Headword (normalized):
καλλιπάρηος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπαρηος
IDX:
5165
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5166
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[καλλι-, καλός + παρήϊον.]</p> <p>Fair-cheeked.</p> <p>Epithet of goddesses and women Il. 1.143, 184, Il. 7.298, Il. 9.665, Il. 15.87, Il. 24.607, etc.: Od. 15.123, Od. 18.321.</p>'}