Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καλάμη
καλαῦροψ
καλέω
καλήτωρ
καλλείπειν
καλλιγύναιξ
καλλίξωνος
καλλίθριξ
καλλίκομος
καλλικρήδεμνος
κάλλιμος
κάλλιον
καλλιπάρηος
καλλιπλόκαμος
κάλλιπον
καλλιρέεθρος
καλλίρους
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτριχος
καλλίχορος
View word page
κάλλιμος

-ον

[καλός.]

ShortDef

beautiful

Debugging

Headword:
κάλλιμος
Headword (normalized):
κάλλιμος
Headword (normalized/stripped):
καλλιμος
IDX:
5163
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5164
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[καλός.]</p>'}