Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κακοφραδής
κακόω
κάκτανε
κακῶς
καλάμη
καλαῦροψ
καλέω
καλήτωρ
καλλείπειν
καλλιγύναιξ
καλλίξωνος
καλλίθριξ
καλλίκομος
καλλικρήδεμνος
κάλλιμος
κάλλιον
καλλιπάρηος
καλλιπλόκαμος
κάλλιπον
καλλιρέεθρος
καλλίρους
View word page
καλλίξωνος

-ον

[καλλι-, καλός + ζώνη.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλίξωνος
Headword (normalized):
καλλίξωνος
Headword (normalized/stripped):
καλλιξωνος
IDX:
5159
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5160
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[καλλι-, καλός + ζώνη.]</p>'}