Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κακότεχνος
κακότης
κακοφραδής
κακόω
κάκτανε
κακῶς
καλάμη
καλαῦροψ
καλέω
καλήτωρ
καλλείπειν
καλλιγύναιξ
καλλίξωνος
καλλίθριξ
καλλίκομος
καλλικρήδεμνος
κάλλιμος
κάλλιον
καλλιπάρηος
καλλιπλόκαμος
κάλλιπον
View word page
καλλείπειν

contr. infin. καταλείπω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλείπειν
Headword (normalized):
καλλείπειν
Headword (normalized/stripped):
καλλειπειν
IDX:
5157
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5158
Key:

Data

{'content': '<p>contr. infin. καταλείπω.</p>'}