Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κακός
κακότεχνος
κακότης
κακοφραδής
κακόω
κάκτανε
κακῶς
καλάμη
καλαῦροψ
καλέω
καλήτωρ
καλλείπειν
καλλιγύναιξ
καλλίξωνος
καλλίθριξ
καλλίκομος
καλλικρήδεμνος
κάλλιμος
κάλλιον
καλλιπάρηος
καλλιπλόκαμος
View word page
καλήτωρ
-ορος, ὁ
[καλέω.]
ShortDef
a crier
Debugging
Headword:
καλήτωρ
Headword (normalized):
καλήτωρ
Headword (normalized/stripped):
καλητωρ
IDX:
5156
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5157
Key:
Data
{'content': '<p>-ορος, ὁ</p> <p>[καλέω.]</p>'}