Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κακοείμων
κακοεργίη
κακοεργός
κακομήχανος
κακόξεινος
κακορραφίη
κακός
κακότεχνος
κακότης
κακοφραδής
κακόω
κάκτανε
κακῶς
καλάμη
καλαῦροψ
καλέω
καλήτωρ
καλλείπειν
καλλιγύναιξ
καλλίξωνος
καλλίθριξ
View word page
κακόω
[κακός.]
ShortDef
to treat ill, maltreat, afflict, distress
Debugging
Headword:
κακόω
Headword (normalized):
κακόω
Headword (normalized/stripped):
κακοω
IDX:
5150
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5151
Key:
Data
{'content': '<p>[κακός.]</p>'}