Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἁλοῦσα
ἄλοχος
ἀλόωνται
ἅλς1
ἅλς2
ἆλσο
ἄλσος
ἆλτο
ἀλύξει
ἀλυσκάξω
ἀλυσκάνω
ἀλύσκω
ἀλύσσω
ἄλυτος
ἀλύω
ἀλφάνω
ἀλφεσίβοιος
ἀλφηστής
ἄλφιτον
ἄλφοι
ἀλωή
View word page
ἀλυσκάνω

[ἀλύσκω] = ἀλυσκάξω 1: κῆρα Od. 22.330.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλυσκάνω
Headword (normalized):
ἀλυσκάνω
Headword (normalized/stripped):
αλυσκανω
IDX:
514
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.515
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀλύσκω] = ἀλυσκάξω 1: κῆρα Od. 22.330.</p>'}