Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καίριος
καιρουσσέων
καίω
κάκ
κακίζομαι
κακίων
κακκείοντες
κακκῆαι
κακοείμων
κακοεργίη
κακοεργός
κακομήχανος
κακόξεινος
κακορραφίη
κακός
κακότεχνος
κακότης
κακοφραδής
κακόω
κάκτανε
κακῶς
View word page
κακοεργός

-όν

[κακός + ἔργω2.]

ShortDef

evil - doing, rascally

Debugging

Headword:
κακοεργός
Headword (normalized):
κακοεργός
Headword (normalized/stripped):
κακοεργος
IDX:
5142
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5143
Key:

Data

{'content': '<p>-όν</p> <p>[κακός + ἔργω2.]</p>'}