Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καθύπερθε
καί
καίνυμαι
καίριος
καιρουσσέων
καίω
κάκ
κακίζομαι
κακίων
κακκείοντες
κακκῆαι
κακοείμων
κακοεργίη
κακοεργός
κακομήχανος
κακόξεινος
κακορραφίη
κακός
κακότεχνος
κακότης
κακοφραδής
View word page
κακκῆαι
contr. aor. infin. κατακαίω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κακκῆαι
Headword (normalized):
κακκῆαι
Headword (normalized/stripped):
κακκηαι
IDX:
5139
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5140
Key:
Data
{'content': '<p>contr. aor. infin. κατακαίω.</p>'}