Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἁλοσύδνη
ἁλοῦσα
ἄλοχος
ἀλόωνται
ἅλς1
ἅλς2
ἆλσο
ἄλσος
ἆλτο
ἀλύξει
ἀλυσκάξω
ἀλυσκάνω
ἀλύσκω
ἀλύσσω
ἄλυτος
ἀλύω
ἀλφάνω
ἀλφεσίβοιος
ἀλφηστής
ἄλφιτον
ἄλφοι
View word page
ἀλυσκάξω

[ἀλύσκω.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλυσκάξω
Headword (normalized):
ἀλυσκάξω
Headword (normalized/stripped):
αλυσκαξω
IDX:
513
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.514
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀλύσκω.]</p>'}