Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καθοράω
καθύπερθε
καί
καίνυμαι
καίριος
καιρουσσέων
καίω
κάκ
κακίζομαι
κακίων
κακκείοντες
κακκῆαι
κακοείμων
κακοεργίη
κακοεργός
κακομήχανος
κακόξεινος
κακορραφίη
κακός
κακότεχνος
κακότης
View word page
κακκείοντες
contr. pl. pple. κατακείω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κακκείοντες
Headword (normalized):
κακκείοντες
Headword (normalized/stripped):
κακκειοντες
IDX:
5138
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5139
Key:
Data
{'content': '<p>contr. pl. pple. κατακείω.</p>'}