Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καθίστημι
καθοράω
καθύπερθε
καί
καίνυμαι
καίριος
καιρουσσέων
καίω
κάκ
κακίζομαι
κακίων
κακκείοντες
κακκῆαι
κακοείμων
κακοεργίη
κακοεργός
κακομήχανος
κακόξεινος
κακορραφίη
κακός
κακότεχνος
View word page
κακίων

comp. κακός.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακίων
Headword (normalized):
κακίων
Headword (normalized/stripped):
κακιων
IDX:
5137
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5138
Key:

Data

{'content': '<p>comp. κακός.</p>'}