Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κάθισαν
καθίστημι
καθοράω
καθύπερθε
καί
καίνυμαι
καίριος
καιρουσσέων
καίω
κάκ
κακίζομαι
κακίων
κακκείοντες
κακκῆαι
κακοείμων
κακοεργίη
κακοεργός
κακομήχανος
κακόξεινος
κακορραφίη
κακός
View word page
κακίζομαι
[κακός.]
ShortDef
play the coward
Debugging
Headword:
κακίζομαι
Headword (normalized):
κακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κακιζομαι
IDX:
5136
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5137
Key:
Data
{'content': '<p>[κακός.]</p>'}