Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καθίημι-1
καθίημι
καθικνέομαι
κάθισαν
καθίστημι
καθοράω
καθύπερθε
καί
καίνυμαι
καίριος
καιρουσσέων
καίω
κάκ
κακίζομαι
κακίων
κακκείοντες
κακκῆαι
κακοείμων
κακοεργίη
κακοεργός
κακομήχανος
View word page
καιρουσσέων

καιροσ(σ)έων

genit. fem. pl.

[contr. fr. καιροεσσέων,

genit. pl. of καιρόεσσα, fr. καῖρος, the loop supporting each vertical thread of the warp.]

Close-woven: ὀθονέων Od. 6.107.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καιρουσσέων
Headword (normalized):
καιρουσσέων
Headword (normalized/stripped):
καιρουσσεων
IDX:
5133
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5134
Key:

Data

{'content': '<p>καιροσ(σ)έων</p> <p>genit. fem. pl.</p> <p>[contr. fr. καιροεσσέων,</p> <p>genit. pl. of καιρόεσσα, fr. καῖρος, the loop supporting each vertical thread of the warp.]</p> <p>Close-woven: ὀθονέων Od. 6.107.</p>'}