Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καθίζω
καθίημι-1
καθίημι
καθικνέομαι
κάθισαν
καθίστημι
καθοράω
καθύπερθε
καί
καίνυμαι
καίριος
καιρουσσέων
καίω
κάκ
κακίζομαι
κακίων
κακκείοντες
κακκῆαι
κακοείμων
κακοεργίη
κακοεργός
View word page
καίριος

[perh. properly κήριος, fr. κήρ. Cf. ἀκήριος1.]

Deadly, fatal. In impers. construction: μάλιστα καίριόν ἐστιν Il. 8.84, 326.

Absol., a fatal spot: οὐκ ἐν καιρίῳ πάγη βέλος Il. 4.185.

ShortDef

in time, at the right moment, vital, fatal

Debugging

Headword:
καίριος
Headword (normalized):
καίριος
Headword (normalized/stripped):
καιριος
IDX:
5132
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5133
Key:

Data

{'content': '<p>[perh. properly κήριος, fr. κήρ. Cf. ἀκήριος1.]</p> <p>Deadly, fatal. In impers. construction: μάλιστα καίριόν ἐστιν Il. 8.84, 326.</p> <p>Absol., a fatal spot: οὐκ ἐν καιρίῳ πάγη βέλος Il. 4.185.</p>'}