καίριος
[perh. properly κήριος, fr. κήρ. Cf. ἀκήριος1.]
Deadly, fatal. In impers. construction: μάλιστα καίριόν ἐστιν Il. 8.84, 326.
Absol., a fatal spot: οὐκ ἐν καιρίῳ πάγη βέλος Il. 4.185.
[perh. properly κήριος, fr. κήρ. Cf. ἀκήριος1.]
Deadly, fatal. In impers. construction: μάλιστα καίριόν ἐστιν Il. 8.84, 326.
Absol., a fatal spot: οὐκ ἐν καιρίῳ πάγη βέλος Il. 4.185.