Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάθημαι
κάθηρε
καθῆστο
καθιδρύω
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι-1
καθίημι
καθικνέομαι
κάθισαν
καθίστημι
καθοράω
καθύπερθε
καί
καίνυμαι
καίριος
καιρουσσέων
καίω
κάκ
κακίζομαι
κακίων
View word page
καθίστημι

[καθ-, κατα- 1.]

Aor. imp. κατά-στησον Od. 12.185.

Infin. καταστῆσαι Od. 13.274. From καθιστάω imp. καθίστα Il. 9.202.

ShortDef

to set down, place

Debugging

Headword:
καθίστημι
Headword (normalized):
καθίστημι
Headword (normalized/stripped):
καθιστημι
IDX:
5127
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5128
Key:

Data

{'content': '<p>[καθ-, κατα- 1.]</p> <p>Aor. imp. κατά-στησον Od. 12.185.</p> <p>Infin. καταστῆσαι Od. 13.274. From καθιστάω imp. καθίστα Il. 9.202.</p>'}