καθίστημι
[καθ-, κατα- 1.]
Aor. imp. κατά-στησον Od. 12.185.
Infin. καταστῆσαι Od. 13.274. From καθιστάω imp. καθίστα Il. 9.202.
[καθ-, κατα- 1.]
Aor. imp. κατά-στησον Od. 12.185.
Infin. καταστῆσαι Od. 13.274. From καθιστάω imp. καθίστα Il. 9.202.