Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καθήατο
κάθημαι
κάθηρε
καθῆστο
καθιδρύω
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι-1
καθίημι
καθικνέομαι
κάθισαν
καθίστημι
καθοράω
καθύπερθε
καί
καίνυμαι
καίριος
καιρουσσέων
καίω
κάκ
κακίζομαι
View word page
κάθισαν

3 pl. aor. καθίζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάθισαν
Headword (normalized):
κάθισαν
Headword (normalized/stripped):
καθισαν
IDX:
5126
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5127
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. καθίζω.</p>'}