Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καθεύδω
καθεψιάομαι
καθήατο
κάθημαι
κάθηρε
καθῆστο
καθιδρύω
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι-1
καθίημι
καθικνέομαι
κάθισαν
καθίστημι
καθοράω
καθύπερθε
καί
καίνυμαι
καίριος
καιρουσσέων
καίω
View word page
καθίημι

[καθ-, κατα- 1 + ἵημι2.]

3 sing. aor. mid. καταείσατο.

ShortDef

to send down, let fall

Debugging

Headword:
καθίημι
Headword (normalized):
καθίημι
Headword (normalized/stripped):
καθιημι
IDX:
5124
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5125
Key:

Data

{'content': '<p>[καθ-, κατα- 1 + ἵημι2.]</p> <p>3 sing. aor. mid. καταείσατο.</p>'}