Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καθέξει
καθεύδω
καθεψιάομαι
καθήατο
κάθημαι
κάθηρε
καθῆστο
καθιδρύω
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι-1
καθίημι
καθικνέομαι
κάθισαν
καθίστημι
καθοράω
καθύπερθε
καί
καίνυμαι
καίριος
καιρουσσέων
View word page
καθίημι-1

[καθ-, κατα- 1 + ἵημι1.]

2 pl. pres. καθίετε Il. 21.132.

Aor. καθέηκα Il. 24.642.

1 pl. aor. κάθεμεν Od. 9.72.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθίημι-1
Headword (normalized):
καθίημι-
Headword (normalized/stripped):
καθιημι-1
IDX:
5123
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5124
Key:

Data

{'content': '<p>[καθ-, κατα- 1 + ἵημι1.]</p> <p>2 pl. pres. καθίετε Il. 21.132.</p> <p>Aor. καθέηκα Il. 24.642.</p> <p>1 pl. aor. κάθεμεν Od. 9.72.</p>'}