Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καθέλῃσι
κάθεμεν
καθέξει
καθεύδω
καθεψιάομαι
καθήατο
κάθημαι
κάθηρε
καθῆστο
καθιδρύω
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι-1
καθίημι
καθικνέομαι
κάθισαν
καθίστημι
καθοράω
καθύπερθε
καί
καίνυμαι
View word page
καθιζάνω

[καθ-, κατα- 1.]

To sit down, take one's seat: θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον Od. 5.3.

ShortDef

to sit down

Debugging

Headword:
καθιζάνω
Headword (normalized):
καθιζάνω
Headword (normalized/stripped):
καθιζανω
IDX:
5121
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5122
Key:

Data

{'content': "<p>[καθ-, κατα- 1.]</p> <p>To sit down, take one's seat: θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον Od. 5.3.</p>"}