Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καθεῖσε
καθέλῃσι
κάθεμεν
καθέξει
καθεύδω
καθεψιάομαι
καθήατο
κάθημαι
κάθηρε
καθῆστο
καθιδρύω
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι-1
καθίημι
καθικνέομαι
κάθισαν
καθίστημι
καθοράω
καθύπερθε
καί
View word page
καθιδρύω
[καθ-, κατα- 1.]
To cause to sit down: Ὀδυσῆα καθίδρυε ἐντὸς μεγάρου Od. 20.257.
ShortDef
to make to sit down
Debugging
Headword:
καθιδρύω
Headword (normalized):
καθιδρύω
Headword (normalized/stripped):
καθιδρυω
IDX:
5120
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5121
Key:
Data
{'content': '<p>[καθ-, κατα- 1.]</p> <p>To cause to sit down: Ὀδυσῆα καθίδρυε ἐντὸς μεγάρου Od. 20.257.</p>'}